Φωτογραφία-κείμενο: Άγγελος Καλοδούκας
Πάνω λοιπόν στο άγχος, με πλευρίζει μια Ρομά και προσπαθεί να με πείσει «να μου πει τη μοίρα μου». Μουρμουρίζω νευρικά:
-Τη ξέρω τη μοίρα μου, άσε που δεν έχω χρόνο.
Επιμένει αφόρητα φορτικά και όταν φτάνω στην είσοδο της πολυκατοικίας βάζει τα μεγάλα μέσα. Μου ζητάει να ανοίξω την παλάμη του χεριού μου. Το κάνω γκρινιάζοντας, για να τελειώνουμε, να φύγω. Μου βάζει ένα λευκό μπαλάκι από χαρτί στην παλάμη, μου ζητάει να κλείσω το χέρι μου, να φτύσω (!) τρεις φορές στον αέρα και μετά να ανοίξω πάλι το χέρι μου. Και, ω του θαύματος, το λευκό μπαλάκι ήταν πλέον μαύρο!
-Μεγάλο καημό θα περάσεις, κάποιος σε έχει καταραστεί! Πρέπει να λυθούν τα μάγια!
Τρελάθηκα! Θεώρησα ότι δικαιωματικά άξιζε ένα ευρώ και της το έδωσα. Άρχισα να κουβαλώ τα συμπράγκαλα μου προς το ασανσέρ της πολυκατοικίας πάντα με τη συνοδεία της μάγισσας που επέμενε ότι έπρεπε να κάνει και άλλα ξόρκια εάν ήταν να επιβιώσω της κατάρας που με βάραινε. Όταν (επιτέλους!) είχα βάλει όλα τα πράγματά μου στο ασανσέρ και η πόρτα έκλεινε πίσω μου την άκουσα να φωνάζει:
-Πού πας Άγγελε, κινδυνεύεις!
Καθώς ανέβαινε το ασανσέρ, κοίταξα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη.
Κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου